- φαυλοκόλαξ
- φαυλο-κόλαξ, ακος, ὁ, Schmeichler schlechter Menschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φαυλοκόλαξ — ακος, ὁ, Μ βλ. φαυλοκόλακας … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek
φαυλοκόλακας — ο / φαυλοκόλαξ, ακος, ΝΜ 1. αυτός που κολακεύει φαύλους ανθρώπους 2. φαύλος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + κόλαξ, ακος] … Dictionary of Greek